κάλυξ,-υκος

κάλυξ,-υκος
N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 2,8
cup (of a flower); ῥόδων κάλυκες rose buds

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάλυξις — κάλυξις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. κάλυξ, κάλυμμα, σκέπασμα, περιτύλιγμα, περικάρπιο 2. στον πληθ. φρ. «κόσμος τις ἐκ ῥόδων» κοσμήματα γυναικεία σε σχήμα κάλυκα άνθους, ίσως σκουλαρίκια ή πόρπες φορεμάτων ή άλλων κοσμημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καλυκάγρα — η στρ. όργανο με το οποίο έλκεται και εξάγεται από το κοίλο των πυροβόλων ο κάλυκας, αλλ. καλυκουλκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + άγρα «κυνήγι»] …   Dictionary of Greek

  • καλυκάνθεμον — καλυκάνθεμον, τὸ (Α) βοτ. 1. το φυτό κλύμενον 2. το φυτό περικλύμενον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ἄνθεμον «ἄνθος»] …   Dictionary of Greek

  • καλυκοειδής — ές (Α καλυκοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κάλυκα ή ο όμοιος με κάλυκα νεοελλ. φρ. «καλυκοειδή ή λαγυνοειδή κύτταρα» κύτταρα, τα οποία μαζί με τα κυλινδρικά αποτελούν το επιθήλιο τού βλεννογόνου υμένα τού λεπτού εντέρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ,… …   Dictionary of Greek

  • καλυκοποιείο — το 1. εργοστάσιο στο οποίο κατασκευάζονται κάλυκες πυροβόλων όπλων 2. πυριτιδοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ποιείο (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. επιπλο ποιείο, φανο ποιείο] …   Dictionary of Greek

  • καλυκοστέφανος — καλυκοστέφανος, ον (Α) στεφανωμένος με κάλυκες ανθέων, με μπουμπούκια («καλυκοστεφάνου Ἀρτέμιδος», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + στέφανος, ὁ] …   Dictionary of Greek

  • καλυκουλκός — ο η καλυκάγρα* [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ ουλκός, κοχλιουλκός] …   Dictionary of Greek

  • καλυκοφόρος — ο (για βλήματα) 1. αυτός που έχει κάλυκα 2. ζωολ. τα καλυκοφόρα γένος υδροζώων, αλλ. σιφωνοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, τροχο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • καλυκώδης — καλυκώδης, ες (Α) όμοιος με κάλυκα άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, κυματ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • καλυκώπις — καλυκῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει πρόσωπο όμοιο με κάλυκα άνθους, δηλ. που έχει ρόδινη όψη, ροδοπρόσωπη, ανθηρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ῶπις (< ωψ, ωπος < *ὤψ, *ὠπός «όψη, πρόσωπο, μάτι»), πρβλ. ἑλικ ῶπις, ὑαλ ῶπις] …   Dictionary of Greek

  • καλύκωσις — καλύκωσις, ἡ (Α) (για τον κρίνο) άνθος, ίσως κάλυκας ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καλυκόω, ῶ < κάλυξ, υκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”